- ακριτικός
- η , ό[ν]1) связанный с жизнью пограничников; 2) относящийся к Акритосу (герою эпоса)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακριτικός — ή, ό (Μ ἀκριτικός) [ἀκρίτης] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους ακρίτες, ο σχετικός με τη ζωή και τη δράση τών ακριτών νεοελλ. αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα τής χώρας, ο μεθοριακός … Dictionary of Greek
ακριτικός — ή, ό που ανήκει ή σχετίζεται με τους ακρίτες (τωρινούς ή βυζαντινούς): Τα ακριτικά τραγούδια συντέθηκαν πιθανότατα τον 9ο αιώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρίτης — και ακρίτας, ο (Μ ἀκριτης και ἀκρίτας) νεοελλ. 1. φύλακας, φρουρός και γενικά κάτοικος παραμεθόριας περιοχής 2. το πρώτο σανίδι που κόβεται με το πριόνι από τον κορμό δέντρου 3. το ακραίο σανίδι τής βάσης ενός βαρελιού, που έχει ημικυκλικό σχήμα… … Dictionary of Greek
Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Διγενής Ακρίτας — Βυζαντινό έπος, του οποίου ο ομώνυμος κεντρικός ήρωας υπήρξε επίσης κεντρικός ήρωας ενός κύκλου δημοτικών τραγουδιών (ακριτικός κύκλος). Το έπος σώζεται σε έξι παραλλαγές και θεωρείται το πρώτο γραπτό μνημείο της νεοελληνικής λογοτεχνίας.… … Dictionary of Greek
Πιερίδης, Θεοδόσης — Κύπριος ποιητής (Κύπρος 1908 Βουκουρέστι 1968). Γεννήθηκε στην Κύπρο από γονείς εγκαταστημένους μόνιμα στην Αίγυπτο. Αποφοίτησε από το εμπορικό τμήμα της ελληνικής Αμπετείου Σχολής του Καΐρου και από το εκεί Γαλλικό Λύκειο. Tο χρονικό διάστημα… … Dictionary of Greek